ὑδρομύλη

ὑδρομύλη
ὑδρο-μύλη [pron. full] [μῠ], ,
A water-mill, Gloss.; also [suff] ὑδρό-μῠλον, τό, ib., and [suff] ὑδρό-μῠλος, , Hsch. (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρομύλη — ἡ, ΜΑ υδρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρόμυλος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”